Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μέϑας σ

См. также в других словарях:

  • μέθας — μέθᾱς , μέθη strong drink fem acc pl μέθᾱς , μέθη strong drink fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοκόβω — μεσόκοψα, μεσοκομμένος 1. χτυπώ κάποιον στη μέση, καταπονώ τη μέση: Με μεσοκόβεις να σε κουβαλώ όταν μεθάς. 2. το μέσ., μεσοκόβομαι καταπονούμαι, κατακουράζομαι: Μεσοκοπήκαμε με τη μετακόμιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»